Η μείωση της κυκλοφοριακής ικανότητας ενός οδικού συνδέσμου από τη στάση των οχημάτων εξαρτάται από σειρά παραμέτρων που αφορούν στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της οδού και του χώρου στάσης, στη σύνθεση της κυκλοφορίας και τον κυκλοφοριακό φόρτο, στο μέγεθος του οχήματος και στον τρόπο φορτο-εκφόρτωσης και απο-επιβίβασης, καθώς και στη διάρκεια και στη συχνότητα της στάσης.  Στην εργασία αυτή αναπτύσσεται μεθοδολογία για τον υπολογισμό σε μικροσκοπικό επίπεδο της επιρροής της στάσης των οχημάτων στην κυκλοφοριακή ικανότητα αστικών οδικών συνδέσμων, η οποία λαμβάνει ποσοτικοποιημένα υπόψη το σύνολο των παραπάνω παραμέτρων που επηρεάζουν τις κυκλοφοριακές συνθήκες των συνδέσμων. Η μεθοδολογία αυτή μπορεί να φανεί χρήσιμη για την εξέταση εναλλακτικών λύσεων στη διαχείριση της στάσης και της στάθμευσης των οχημάτων σε κάθε σύνδεσμο.  Η εφαρμογή της μεθοδολογίας αυτής σε σειρά οδικών συνδέσμων της Αθήνας κατέδειξε ότι η επιρροή της στάσης των οχημάτων διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τον αριθμό των λωρίδων και τη συχνότητα και διάρκεια της στάσης και κατά συνέπεια ένα ολοκληρωμένο σχήμα διαχείρισης της στάσης των οχημάτων οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις ευνοϊκές και δυσμενείς ιδιαιτερότητες κάθε συνδέσμου.