Σκοπός της έρευνας ήταν (1) η αποτίμηση του πραγματικού αριθμού των τραυματισμών στα οδικά ατυχήματα στην Ελλάδα, η οποία δεν διαθέτει επίσημο σύστημα σύνδεσης στοιχείων της αστυνομίας και των νοσοκομείων, (2) η ποσοτικοποίηση της ελλιπούς καταγραφής και (3) η ανάπτυξη αλγορίθμου για τη διερεύνηση των παραγόντων επιρροής. Πραγματοποιήθηκε η σύνδεση των εξατομικευμένων στοιχείων των βάσεων δεδομένων της αστυνομίας και των νοσοκομείων για την περιοχή της Κέρκυρας, οι οποίες χρησιμοποιούσαν διαφορετικά συστήματα κωδικοποίησης. Η μεθοδολογία τεσσάρων βημάτων που εφαρμόστηκε, περιλάμβανε επίσης τον υπολογισμό συντελεστών ελλιπούς καταγραφής τραυματιών ανά βασικές δημογραφικές μεταβλητές, τύπο οχήματος και σοβαρότητα τραυματισμού, και οδήγησε στον προσδιορισμό της συνολικής ελλιπούς καταγραφής τραυματιών σε κάθε μια από τις δύο βάσεις δεδομένων. Τα στοιχεία της αστυνομίας εμπεριείχαν το 96,6% (συντελεστής 1,035) ενώ των νοσοκομείων μόλις το 54,4% των συνολικών θανάτων (συνολική ταυτοποίηση 51,1%). Αντίθετα, η βάση δεδομένων των νοσοκομείων εμπεριείχε το 94,6% των μη θανάσιμων τραυματισμών ενώ της αστυνομίας μόλις το 16% (συντελεστής 6,238), με αποτέλεσμα χαμηλή συνολική κοινή ταυτοποίηση (10,6%). Θεωρώντας την αποτίμηση της σοβαρότητας τραυματισμού των νοσοκομείων, με τη χρήση του δείκτη ISS, ως πρότυπο, προέκυψε ότι στα στοιχεία της αστυνομίας υποεκτιμάται το 20,3% της σοβαρότητας των τραυματισμών, ενώ παρατηρήθηκε και στατιστικά σημαντική διαφορά στην ελλιπή καταγραφή ανά φύλο. Συμπερασματικά, με σχετικά απλές μεθόδους, μπορεί να υπολογιστούν αξιόπιστοι συντελεστές για τον προσδιορισμό του πραγματικού αριθμού και της σοβαρότητας των τραυματισμών στα οδικά ατυχήματα, συνδέοντας τα στοιχεία που συλλέγουν συστηματικά η αστυνομία και τα νοσοκομεία.