Στόχος της εργασίας είναι η ανάλυση της επίδρασης της συζήτησης, της κατανάλωσης φαγητού και του κανπίσματος στη συμπεριφορά του οδηγού και στην οδική ασφάλεια σε υπεραστικές οδούς. Για τον σκοπό αυτό, διενεργήθηκε ένα πείραμα σε προσομοιωτή οδήγησης, κατά το οποίο οι συμμετέχοντες συνομιλούσαν, κατανάλωναν φαγητό ή κάπνιζαν ενώ ταυτόχρονα οδηγούσαν σε υπεραστική οδό κατά την ημέρα. Η συμπεριφορά των οδηγών διερευνήθηκε με ανάλυση τριών μεταβλητών: της ταχύτητας, του χρόνου αντίδρασης και της απόστασης από τον κεντρικό άξονα της οδού. Η ασφάλεια κατά την οδήγηση διερευνήθηκε με βάση την πιθανότητα ατυχήματος. Ειδικά όσον αφορά στη συζήτηση, εξετάστηκαν δύο τύποι συζήτησης, “απλή” και “σύνθετη”. Επιπλέον, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να καταναλώσουν ένα ελαφρύ γεύμα (σνακ) και να καπνίσουν τσιγάρο σε συγκεκριμένες θέσεις κατά την επιλεγείσα διαδρομή. Σε συγκεκριμένα σημεία της διαδρομής είχαν προγραμματιστεί μη αναμενόμενα από του ςσυμμετέχοντες συμβάντα. Με χρήση προτύπων λογαριθμοκανονικής παλινδρόμησης αναλύθηκαν η ταχύτητα οδήγησης, ο χρόνος αντίδρασης και η απόσταση από τον κεντρικό άξονα της οδού, ενώ για την πιθανότητα ατυχήματος χρησιμοποιήθηκε δυαδική λογιστική παλινδρόμηση. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η “απλή” συζήτηση, η “σύνθετη” συζήτηση, η κατανάλωση φαγητού και το κάπνισμα συνδέονται όλα με μειωμένη ταχύτητα. Επιπλέον, η “σύνθετη” συζήτηση συνδέεται συστηματικά με αυξημένη απόσταση από τον κεντρικό άξονα της οδού, σημαντικά αυξημένο χρόνο αντίδρασης σε μη αναμενόμενα συμβάντα και αυξημένο κίνδυνο ατυχήματος. Η “απλή” συζήτηση, η κατανάλωση φαγητού και το κάπνισμα δεν βρέθηκε να έχουν ως αποτέλεσμα αυξημένο χρόνο αντίδρασης και αυξημένο κίνδυνο ατυχήματος, το οποίο υποδεικνύει ότι πιθανόν οι οδηγοί αντισταθμίζουν με επιτυχία τους παραπάνω παράγοντες απόσπασης της προσοχής με τη μειωμένη ταχύτητα. Αντιθέτως, η “σύνθετη” συζήτηση προέκυψε ότι έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά αυξημένη πιθανότητα ατυχήματος. Επομένως, η μείωση της ταχύτητας και η αυξημένη απόσταση από τον κεντρικό άξονα της οδού, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ευνοϊκά από άποψη οδικής ασφάλειας υπό ορισμένες συνθήκες, δεν επαρκούν για την αντιστάθμιση της απόσπασης της προσοχής του οδηγού, με αποτέλεσμα αυξημένο χρόνο αντίδρασης και τελικά αυξημένη πιθανότητα ατυχήματος, ειδικά σε περίπτωση μη αναμενόμενων συμβάντων.