Εκτός από την ελλιπή καταγραφή των παθόντων (παθόντες μη εμφναιζόμενοι στα στοιχεία της τροχαίας, αλλά πιθανών εμφανιζόμενοι σε στοιχεία νοσοκομείων), είναι γενικά αποδεκτό ότι υπάρχει πρόβλημα ανακρίβειας στην καταγραφή της σοβαρότητας του τραυματισμού, που εκτέινεται σε πολλές χώρες σε ποσοστό άνω του 50% του συνόλου των τραυματισμών, ειδικά για τους ελαφρούς τραυματισμούς. Στόχος της εργασίας είναι η ανάλυση της ανακριβούς καταγραφής της σοβαρότητας τραυματισμών στις ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα με τα δεδομένα εις-βάθος  έρευνας των ατυχημάτων με θανόντες, τα οποία συλλέχθηκαν στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου SafetyNet. Στο σύνολο των δεδομένων αυτών υπάρχουν δύο διακριτές κατηγοριοποιήσεις που αφορούν στη σοβαρότητα του τραυματισμού: “Σοβαρότητα τραυματισμού κατά την Τροχαία” και “Ιατρικό αποτέλεσμα SafetyNET”, δηλαδή όπως επιβεβαιώνεται ή διορθώνεται αξιοποιώντας πρόσθετες πηγές δεδομένων. Μετά την ενδελεχή διερευνητική ανάλυση των δεδομένων, αναπτύσσονται πρότυπα λογιστικής παλινδρόμησης, στα οποία η εξαρτημένη μεταβλητή υποδεικνύει αν η σοβαρότητα του τραυματισμού ταυτίζεται στις δύο παραπάνω κατηγοριοποιήσεις. Η πιθανότητα ανακριβούς καταγραφής συσχετίστηκε με χαρακτηριστικά της οδού, των χρηστών της οδού, του οχήματος και του ατυχήματος. Συνολικά, τα δεδομένα περιελάμβανανα αρκετές περιπτώσεις ανακριβούς καταγραφής της σοβαρότητας τραυματισμών. Η γενική τάση που εντοπίστηκε υποδεικνύει ότι όσο πιο σύνθετο είναι το ατύχημα (π.χ. υψηλότερη κυκλοφορία) και η θέση του ατυχήματος (π.χ. διασταύρωση, ημέρα) και όσο πιο ευάλωτος ο χρήστης της οδού (π.χ. παιδιά, ηλικιωμένοι, πεζοί), τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα υπάρχει ο καταγεγραμμένος βαθμός σοβαρότητας του τραυματισμού να διαφέρει μεταξύ των στοιχείων της Τροχαίας και του SafetyNet. Τα αποτελέσματα επίσης υποδεικνύουν ότι οι διαφοροποιήσεις του βαθμού σοβαρότητας μπορεί να οφείλονται είτε σε σφάλμα κατά την καταγραφή (π.χ. η Τροχαία εμφανίζει ανακριβείς καταγραφές υπό ορισμένες συνθήκες), είτε σε γενική δυσκολία στον προσδιορισμό του κατάλληλου βαθμού σοβαρότητας του τραυματισμού σε ορισμένες περιπτώσεις. Τα αποτελέσματα τέτοιων αναλύσεων μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό πρώτο βήμα για την ανάπτυξη συντελεστών διόρθωσης για την ανακριβή καταγραφή της σοβαρότητας των  τραυματισμών.