Στόχος της εργασίας είναι η διερεύνηση της χρησιμότητας και σκοπιμότητας της πραγματοποίησης αναλύσεων σοβαρότητας οδικών ατυχημάτων αποκλειστικά σε θανατηφόρα ατυχήματα. Δύο μεθοδολογικά ζητήματα αναλύονται, αφενός οι παράμετροι μεγέθους του ατυχήματος (το πλήθος οχημάτων στο ατύχημα και η πληρότητά τους) και η συγκρισιμότητα της βασικής επικινδυνότητας (comparability of baseline risks). Αποδεικνύεται ότι, παρόλο που τα δύο αυτά ζητήματα υπεισέρχονται σε όλες της αναλύσεις σοβαρότητας ατυχημάτων, η επιρροή τους στην πιθανότητα θανάτου είναι εντονότερη εάν η ανάλυση περιορίζεται σε θανατηφόρα ατυχήματα. Κατά συνέπεια, συνίσταται να λαμβάνεται υπόψη η επιρροή τους, (1) με την εισαγωγή δεικτών μεγέθους του ατυχήματος στο μοντέλο, (2) με την εξέταση των διαφορετικών κατηγοριών εμπλεκόμενων χρηστών στο ατύχημα (opponents), ώστε οι βασικές επικινδυνότητες να είναι συγκρίσιμες. Οι προτάσεις αυτές εφαρμόζονται στη διερεύνηση των παραμέτρων επικινδυνότητας και προστασίας των επιβαινόντων σε επιβατικά οχήματα που εμπλέκονται σε θανατηφόρα ατυχήματα, με τη χρήση δεδομένων από μια Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων ανάλυσης σε βάθος θανατηφόρων ατυχημάτων. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι η υπολογισθείσα πιθανότητα επιβίωσης επηρεάζεται τόσο από το μέγεθος του ατυχήματος όσο και από την κατηγορία των εμπλεκομένων. Οι πιθανότητες επιβίωσης των επιβαινόντων συσχετίζονται αρνητικά με την ηλικία τους και την ηλικία του οχήματος, ενώ επίσης είναι χαμηλότερες όταν δεν χρησιμοποιείται ζώνη ασφαλείας. Η πρόσκρουση στο μπροστινό μέρος του οχήματος, σε σχέση με άλλα μέρη του οχήματος, φαίνεται να συσχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα επιβίωσης, ιδιαίτερα όταν το άλλο εμπλεκόμενο όχημα στο ατύχημα είναι επίσης επιβατικό. Τέλος, αναλύεται η χρησιμότητα της περαιτέρω διερεύνησης παραμέτρων μεγέθους του ατυχήματος και χαρακτηριστικών των εμπλεκομένων.