Σκοπός της παρούσας Διπλωματικής Εργασίας ήταν η διερεύνησή της επιρροής της κεντρικής νησίδας στη σχετική επικινδυνότητα επίπεδων και ευθύγραμμων οδικών τμημάτων του υπεραστικού οδικού δικτύου. Με βάση ευρεία βιβλιογραφική ανασκόπηση επιλέχθηκε η χρήση της λογαριθμοκανονικής παλινδρόμησης, η οποία εφαρμόστηκε στα εξατομικευμένα στοιχεία ατυχημάτων της περιόδου 1996 – 1999 επί του οδικού άξονα ΠΑΘΕ και οδήγησε στην ανάπτυξη τριών μαθηματικών προτύπων. Το πρώτο συσχετίζει τον αριθμό ατυχημάτων με την κεντρική νησίδα, την ΕΜΗΚ, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες φωτισμού. Τα άλλα δύο πρότυπα συσχετίζουν τις παραπάνω παραμέτρους με τα ατυχήματα επιβατικών οχημάτων καθώς και εκείνα με μετωπικές και πλαγιομετωπικές συγκρούσεις. Η εφαρμογή των προτύπων οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα δυσμενή χαρακτηριστικά της οδού και του περιβάλλοντος (π.χ απουσία κεντρικής νησίδας, βροχή) έχουν αρνητική επίδραση στην οδική ασφάλεια, η οποία είναι περισσότερο σημαντική σε οδικά τμήματα με κυκλοφοριακούς φόρτους υψηλότερους από 5300 – 6000 οχήματα ανά ημέρα.