Στόχος αυτής της πιλοτικής μελέτης ήταν, πρώτον, να διερευνηθεί η ύπαρξη κύριων επιδράσεων της κατάστασης της υγείας και του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της παρουσίασης και της ανάκλησης ενημερωτικών πινακίδων, καθώς και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των μεταβλητών στην ανάκληση μηνυμάτων οδικής ασφάλειας από τους οδηγούς και, δεύτερον, απουσία κύριας επίδρασης του χρόνου, να διαπιστωθεί αν διαφορετικά επίπεδα απαιτήσεων σε επιχειρησιακές και τακτικές ενέργειες κατά την οδήγηση επηρεάζουν διαφορικά υγιείς έναντι ιατρικώς σε κίνδυνο, ηλικιωμένους οδηγούς στο να ανακαλέσουν κάποιο μήνυμα. Στη μελέτη συμμετείχε μια ομάδα οδηγών με διάγνωση είτε για νόσο του Πάρκινσον είτε για ήπια γνωστική εξασθένηση και μια ομάδα ελέγχου οδηγών χωρίς παθολογικές καταστάσεις. Δύο ξεχωριστά πειράματα διεξήχθησαν χρησιμοποιώντας έναν προσομοιωτή οδήγησης σταθερής βάσης. Στο πρώτο πείραμα, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε σημαντική κύρια επιρροή της κατάστασης της υγείας στην ανάκληση των πληροφοριών ασφαλείας που παρουσιάζονται σε μια πινακίδα, με τους ιατρικώς σε κίνδυνο οδηγούς να αποδίδουν χειρότερα από την ομάδα ελέγχου. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι μεγαλύτερη σε σχέση με μικρότερη καθυστέρηση πριν την ανάκληση του μηνύματος δεν είχε καμία σημαντική επιρροή σε καμία ομάδα. Στο δεύτερο πείραμα, διαπιστώθηκε ότι η αύξηση του επίπεδο απαιτήσεων σε ενέργειες κατά την οδήγηση μεταξύ της παρουσίασης του μηνύματος και της ανάκλησης, οδήγησε σε δυσανάλογα μεγαλύτερη μείωση στην επίδοση ανάκλησης ιατρικώς σε κίνδυνο ομάδα από ό,τι στην ομάδα ελέγχου, αν και η επίδραση αυτή δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Επίσης, διαπιστώθηκε μια στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση στην απαίτηση ενεργειών, η οποία είχε μια αντίστροφη επίδραση στην επίδοση ανάκλησης και στις δύο ομάδες των συμμετεχόντων. Αν και τα συμπεράσματα που εξάγονται είναι προκαταρκτικά, είναι ενθαρρυντικά όσον αφορά στη χρήση προσομοιωτή οδήγησης σταθερής βάσης για να εντοπιστούν διαφορές επιδόσεων που σχετίζονται με ιατρικές παθήσεις που έχουν σαφείς επιπτώσεις στην ικανότητα στην οδήγηση.